λάτεξ

λάτεξ
το άκλ. см. λατικόν

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λάτεξ" в других словарях:

  • λατέξ — (latex). Βλ. λ. κόμμεα ή γόμες. * * * το (βοτ. χημ.) κολλοειδές αιώρημα που είναι είτε ο γαλακτικός χυμός ο οποίος εκρέει από ορισμένα φυτά όταν κοπούν ή τραυματιστούν είτε διάφορα τεχνητά γαλακτώματα που αποτελούνται από πλαστικό ή συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… …   Dictionary of Greek

  • λατικό — το το λατέξ* …   Dictionary of Greek

  • σαποτίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια τροπικών φυτών που ανήκει στην τάξη εβενώδη ή διοσπυρώδη και η οποία αποτελείται κυρίως από μεγάλα δένδρα που διακρίνονται από το κολλώδες λατέξ γύρω από όλα τα μέρη τους και είναι σημαντικά από οικονομική άποψη ως πηγές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»