λάτεξ
Смотреть что такое "λάτεξ" в других словарях:
λατέξ — (latex). Βλ. λ. κόμμεα ή γόμες. * * * το (βοτ. χημ.) κολλοειδές αιώρημα που είναι είτε ο γαλακτικός χυμός ο οποίος εκρέει από ορισμένα φυτά όταν κοπούν ή τραυματιστούν είτε διάφορα τεχνητά γαλακτώματα που αποτελούνται από πλαστικό ή συνθετικό… … Dictionary of Greek
κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… … Dictionary of Greek
λατικό — το το λατέξ* … Dictionary of Greek
σαποτίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια τροπικών φυτών που ανήκει στην τάξη εβενώδη ή διοσπυρώδη και η οποία αποτελείται κυρίως από μεγάλα δένδρα που διακρίνονται από το κολλώδες λατέξ γύρω από όλα τα μέρη τους και είναι σημαντικά από οικονομική άποψη ως πηγές… … Dictionary of Greek